- σχετήριον
- τὸ, Α1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῡ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.)2. είδος στυπτικού φαρμάκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευ-τήριον). Για τη σημ. τού τ. βλ. λ. σχετέος].
Dictionary of Greek. 2013.